κοκκιδίωση

κοκκιδίωση
και κοκκιδίαση, η
ιατρ. γαστρεντερική λοίμωξη τού ανθρώπου και άλλων ζώων, υπό διάφορες μορφές, προκαλούμενη από σπορόζωα τής υπόταξης κοκκίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. coccidiose < coccidie (< cocc < κόκκος + -idie (< -ίδιον) + -ose].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοκκιδίαση ή κοκκιδίωση — Σοβαρή πάθηση που προσβάλλει τα ζώα και σπανιότερα τους ανθρώπους και προκαλείται από τα πρωτοζωικά παράσιτα της υπόταξης των κοκκιδίων (coccidia). Τα κοκκίδια παρασιτούν στο εντερικό τοίχωμα των ξενιστών τους, όπου μπορούν να προκαλέσουν… …   Dictionary of Greek

  • κοκκίδια — τα ζωολ. υποσυνομοταξία παρασιτικών σποροζώων πρωτοζώων που προκαλούν τη νόσο κοκκιδίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. coccidie < cocc (< κόκκος) + idie (< ίδιον). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Χρήστο Τσούντα] …   Dictionary of Greek

  • κουνέλι — Κοινή ονομασία του είδους Οryctolagus cuniculus, μοναδικού αντιπροσώπου του γένους του, της οικογένειας των leporidae. Πρόκειται για λαγόμορφο θηλαστικό, το οποίο, σε άγρια κατάσταση, ζει μέσα σε υπόγειες, διακλαδιζόμενες φωλιές, με στοές που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”